τρωκτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρωκτικός < αρχαία ελληνική τρωκτικός < τρωκτός < τρώγω
Επίθετο επεξεργασία
τρωκτικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρωκτικός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
τρωκτικός < τρώγω
Επίθετο επεξεργασία
τρωκτικός