Ετυμολογία

επεξεργασία
βίγκαν, (νεολογισμός) τέλους του 20ού αιώνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική vegan < περικοπή του vegetarian

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βίγκαν αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. άνθρωπος που απέχει από οποιαδήποτε τροφή ζωικής προέλευσης (περιλαβανομένου και του γάλακτος) και οποιοδήποτε προϊόν ζωικής εκμετάλλευσης
    ※  Έχει εκεί μια ψιλοκαψούρα ή κι εγώ δεν ξέρω τι με τον Έντουαρντ Μιντζ, κι έτσι όταν ο Έντουαρντ είπε ότι ήταν βίγκαν...
    (Anne Tyler, 2016. Το Ξιδοκόριτσο. Μεταίχμιο. ISBN 978-618-03-1003-0. Μετάφραση Αύγουστος Κορτώ.)
  2. τροφή που δεν περιέχει συστατικά ζωικής προέλευσης

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία

βίγκαν άκλιτο

  • η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι βίγκαν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία