végétarisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- végétarisme < (άμεσο δάνειο) γαλλική vegetarianism. Μορφολογικά αναλύεται σε végétar(ien) + -isme
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ve.ʒe.ta.ʁism/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
végétarisme | végétarismes |
végétarisme (fr) αρσενικό