πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρεοφάγος η κρεοφάγος
& κρεοφάγα
το κρεοφάγο
      γενική του κρεοφάγου της κρεοφάγου
& κρεοφάγας
του κρεοφάγου
    αιτιατική τον κρεοφάγο την κρεοφάγο
& κρεοφάγα
το κρεοφάγο
     κλητική κρεοφάγε κρεοφάγε
& κρεοφάγα
κρεοφάγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρεοφάγοι οι κρεοφάγοι
& κρεοφάγες
τα κρεοφάγα
      γενική των κρεοφάγων των κρεοφάγων των κρεοφάγων
    αιτιατική τους κρεοφάγους τις κρεοφάγους
& κρεοφάγες
τα κρεοφάγα
     κλητική κρεοφάγοι κρεοφάγοι
& κρεοφάγες
κρεοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
κρεοφάγος < κρεο- + -φάγος

κρεοφάγος, -α, -ο

Σημειώσεις

επεξεργασία

Σήμερα απ' το επίθετο αυτό χρησιμοποιείται συχνά μόνο ο λόγιος τύπος του θηλυκού γένους στον πολυλεκτικό όρο Εβδομάδα της Κρεοφάγου ο οποίος σημαίνει τη 2η εβδομάδα της περιόδου των Αποκριών. Η Πέμπτη της εβδομάδας αυτής ονομάζεται Τσικνοπέμπτη.

Μεταφράσεις

επεξεργασία