Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπογεννητικότητα οι υπογεννητικότητες
      γενική της υπογεννητικότητας των υπογεννητικοτήτων
    αιτιατική την υπογεννητικότητα τις υπογεννητικότητες
     κλητική υπογεννητικότητα υπογεννητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπογεννητικότητα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπογεννητικότητα θηλυκό

  1. ο μειωμένος αριθμός γεννήσεων σε μία χώρα, ιδιαίτερα όταν αυτός ο αριθμός είναι μικρότερος ή όχι σημαντικά μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο αριθμό των θανάτων
    η υπογεννητικότητα σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου της ζωής οδηγεί στη γήρανση του πληθυσμού

  Μεταφράσεις επεξεργασία