υπογεννητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπογεννητικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπογεννητικότητα θηλυκό
- ο μειωμένος αριθμός γεννήσεων σε μία χώρα, ιδιαίτερα όταν αυτός ο αριθμός είναι μικρότερος ή όχι σημαντικά μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο αριθμό των θανάτων
- ⮡ Η υπογεννητικότητα σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου της ζωής οδηγεί στη γήρανση του πληθυσμού.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπογεννητικότητα