Ετυμολογία

επεξεργασία
décroissance < décroître

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.kʁwa.sɑ̃s/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
décroissance décroissances

décroissance (fr) θηλυκό

  1. η ελάττωση, η φθίση, ο μαρασμός
  2. (οικονομία, πολιτική) η αποανάπτυξη

Συγγενικά

επεξεργασία