démographique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /de.mɔ.ɡʁa.fik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
démographique | démographiques |
démographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
démographique | démographiques |
démographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό