πληθυσμογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πληθυσμογραφία < πληθυσμ(ός) + -ο- + -γραφία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική plethysmography[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπληθυσμογραφία θηλυκό
- (ιατρική) τεχνική μέτρησης που χρησιμοποιείται για την καταγραφή των αλλαγών στον όγκο ενός οργάνου ή ενός συστήματος, με τη χρήση πληθυσμογράφου
Συγγενικά
επεξεργασία- πληθυσμογράφημα
- πληθυσμογραφικός
- πληθυσμογράφος
- → δείτε τις λέξεις πληθυσμός και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πληθυσμογραφία
- ↑ πληθυσμογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)