πληθυσμογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πληθυσμογράφος < πληθυσμ(ός) + -ο- + -γραφία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική plethysmograph)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπληθυσμογράφος αρσενικό
- (ιατρική) όργανο με το οποίο γίνεται η πληθυσμογραφία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πληθυσμογραφία, πληθυσμός και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πληθυσμογράφος