population
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
population | populations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpopulation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο πληθυσμός, πληθυσμιακός
- ⮡ Urban areas usually have a large population.
- Οι αστικές περιοχές συνήθως έχουν μεγάλο πληθυσμό.
- ⮡ a population explosion - πληθυσμιακή έκρηξη
- ⮡ Urban areas usually have a large population.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
population | populations |
population (fr) θηλυκό