Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

populate (en)

  1. κατοικώ
  2. (πληροφορική) γεμίζω με δεδομένα ένα κενό αρχείο ή βάση δεδομένων

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία