Bevölkerung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Bevölkerung | die | Bevölkerungen |
γενική | der | Bevölkerung | der | Bevölkerungen |
δοτική | der | Bevölkerung | den | Bevölkerungen |
αιτιατική | die | Bevölkerung | die | Bevölkerungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαBevölkerung (de) θηλυκό