↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκριζομάτης η γκριζομάτα το γκριζομάτικο
      γενική του γκριζομάτη της γκριζομάτας του γκριζομάτικου
    αιτιατική τον γκριζομάτη την γκριζομάτα το γκριζομάτικο
     κλητική γκριζομάτη γκριζομάτα γκριζομάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκριζομάτηδες οι γκριζομάτες τα γκριζομάτικα
      γενική των γκριζομάτηδων των γκριζομάτικων
    αιτιατική τους γκριζομάτηδες τις γκριζομάτες τα γκριζομάτικα
     κλητική γκριζομάτηδες γκριζομάτες γκριζομάτικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γκριζομάτης: σύνθετη λέξη < γκρίζ(ος) + -ο- + -μάτης

  Επίθετο

επεξεργασία

γκριζομάτης, -α, -ικο

  • αυτός που έχει γκρίζα μάτια

Δείτε επίσης

επεξεργασία