cendré
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cendré | cendrés |
θηλυκό | cendrée | cendrées |
Επίθετο επεξεργασία
cendré (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη cendre
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cendré | cendrés |
θηλυκό | cendrée | cendrées |
cendré (fr)