cendrée
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cendrée | cendrées |
Ουσιαστικό επεξεργασία
cendrée (fr) θηλυκό
- αφρός μόλυβδου
- μικρή σφαίρα από μόλυβδο για το κυνήγι μικρών ζώων ή πτηνών
- μικρή βαρύδι από μόλυβδο για τις πετονιές
- υλικό με βάση ορυκτό γαιάνθρακα που καλύπτει τις πίστες αγώνων στα στάδια
- η πίστα αγώνα δρόμου σε στάδιο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη cendre
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
cendrée (fr)