ενικός         πληθυντικός  
ash ashes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ash (en)

  1. η στάχτη, η τέφρα, η σποδός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ash (en)

  1. (δέντρο) δέντρο του γένους Fraxinus, το φράξο
  2. το ξύλο αυτού του δέντρου
  3. ονομασία του συμβόλου æ