↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σποδός οι σποδοί
      γενική της σποδού των σποδών
    αιτιατική τη σποδό τις σποδούς
     κλητική σποδέ σποδοί
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σποδός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σποδός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spoˈðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπο‐δός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σποδός θηλυκό

  1. η τέφρα από το σώμα ενός νεκρού που αποτεφρώθηκε
    ※  Το κάψιμο των νεκρών και το σκόρπισμα της σποδού στους τέσσερις ανέμους είναι συνεπέστερο στο φθαρτό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης.
    Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος [μυθιστόρημα]
  2. η ηφαιστειακή τέφρα
    ⮡  Η Πομπηία θάφτηκε κάτω από την ηφαιστειακή σποδό του Βεζούβιου.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σποδός αἱ σποδοί
      γενική τῆς σποδοῦ τῶν σποδῶν
      δοτική τῇ σποδ ταῖς σποδοῖς
    αιτιατική τὴν σποδόν τὰς σποδούς
     κλητική ! σποδέ σποδοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σποδώ
γεν-δοτ τοῖν  σποδοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σποδός < άγνωστης ετυμολογίας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σποδός, -οῦ θηλυκό

  1. (αρχική σημασία) στάχτη
  2. η σποδός, η τέφρα
  3. η σκόνη

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)