↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στακτός η στακτή το στακτό
      γενική του στακτού της στακτής του στακτού
    αιτιατική τον στακτό τη στακτή το στακτό
     κλητική στακτέ στακτή στακτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στακτοί οι στακτές τα στακτά
      γενική των στακτών των στακτών των στακτών
    αιτιατική τους στακτούς τις στακτές τα στακτά
     κλητική στακτοί στακτές στακτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στακτός < αρχαία ελληνική στακτός < στάζω

  Επίθετο

επεξεργασία

στακτός, -ή, -ό

  1. που στάζει
  2. που τον έχουν αποστάξει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  • στακτός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)