αποστάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποστάζω < αρχαία ελληνική ἀποστάζω < στάζω (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική distiller)
Ρήμα
επεξεργασίααποστάζω (παθητική φωνή: αποστάζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- απόσταγμα
- αποσταγματικός
- αποσταγματοποιείο
- αποσταγμένος
- αποστακτήρας
- αποστακτήριο
- αποστακτικός
- απόσταξη
- αποστάξιμος
- → δείτε τις λέξεις από και στάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστάζω | απόσταζα | θα αποστάζω | να αποστάζω | αποστάζοντας | |
β' ενικ. | αποστάζεις | απόσταζες | θα αποστάζεις | να αποστάζεις | απόσταζε | |
γ' ενικ. | αποστάζει | απόσταζε | θα αποστάζει | να αποστάζει | ||
α' πληθ. | αποστάζουμε | αποστάζαμε | θα αποστάζουμε | να αποστάζουμε | ||
β' πληθ. | αποστάζετε | αποστάζατε | θα αποστάζετε | να αποστάζετε | αποστάζετε | |
γ' πληθ. | αποστάζουν(ε) | απόσταζαν αποστάζαν(ε) |
θα αποστάζουν(ε) | να αποστάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απόσταξα | θα αποστάξω | να αποστάξω | αποστάξει | ||
β' ενικ. | απόσταξες | θα αποστάξεις | να αποστάξεις | απόσταξε | ||
γ' ενικ. | απόσταξε | θα αποστάξει | να αποστάξει | |||
α' πληθ. | αποστάξαμε | θα αποστάξουμε | να αποστάξουμε | |||
β' πληθ. | αποστάξατε | θα αποστάξετε | να αποστάξετε | αποστάξτε | ||
γ' πληθ. | απόσταξαν αποστάξαν(ε) |
θα αποστάξουν(ε) | να αποστάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποστάξει | είχα αποστάξει | θα έχω αποστάξει | να έχω αποστάξει | ||
β' ενικ. | έχεις αποστάξει | είχες αποστάξει | θα έχεις αποστάξει | να έχεις αποστάξει | ||
γ' ενικ. | έχει αποστάξει | είχε αποστάξει | θα έχει αποστάξει | να έχει αποστάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστάξει | είχαμε αποστάξει | θα έχουμε αποστάξει | να έχουμε αποστάξει | ||
β' πληθ. | έχετε αποστάξει | είχατε αποστάξει | θα έχετε αποστάξει | να έχετε αποστάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποστάξει | είχαν αποστάξει | θα έχουν αποστάξει | να έχουν αποστάξει |
|