Δείτε επίσης: ἀποστάζω, αποσταλάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποστάζω < αρχαία ελληνική ἀποστάζω < στάζω (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική distiller)

αποστάζω (παθητική φωνή: αποστάζομαι)

  1. (σπάνιο) στάζω
     συνώνυμα: αποσταλάζω
  2. κάνω απόσταξη
     συνώνυμα: διυλίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία