Δείτε επίσης: αποσταγμένος, αποσταγματικός, αποστάξιμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποστακτικός η αποστακτική το αποστακτικό
      γενική του αποστακτικού της αποστακτικής του αποστακτικού
    αιτιατική τον αποστακτικό την αποστακτική το αποστακτικό
     κλητική αποστακτικέ αποστακτική αποστακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποστακτικοί οι αποστακτικές τα αποστακτικά
      γενική των αποστακτικών των αποστακτικών των αποστακτικών
    αιτιατική τους αποστακτικούς τις αποστακτικές τα αποστακτικά
     κλητική αποστακτικοί αποστακτικές αποστακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποστακτικός < αποστάζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική distillatoire)

  Επίθετο επεξεργασία

αποστακτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία