αποσταλάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποσταλάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- αποστάλαγμα
- αποσταλαγμένος
- → δείτε τις λέξεις από και σταλάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσταλάζω | αποστάλαζα | θα αποσταλάζω | να αποσταλάζω | αποσταλάζοντας | |
β' ενικ. | αποσταλάζεις | αποστάλαζες | θα αποσταλάζεις | να αποσταλάζεις | αποστάλαζε | |
γ' ενικ. | αποσταλάζει | αποστάλαζε | θα αποσταλάζει | να αποσταλάζει | ||
α' πληθ. | αποσταλάζουμε | αποσταλάζαμε | θα αποσταλάζουμε | να αποσταλάζουμε | ||
β' πληθ. | αποσταλάζετε | αποσταλάζατε | θα αποσταλάζετε | να αποσταλάζετε | αποσταλάζετε | |
γ' πληθ. | αποσταλάζουν(ε) | αποστάλαζαν αποσταλάζαν(ε) |
θα αποσταλάζουν(ε) | να αποσταλάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποστάλαξα | θα αποσταλάξω | να αποσταλάξω | αποσταλάξει | ||
β' ενικ. | αποστάλαξες | θα αποσταλάξεις | να αποσταλάξεις | αποστάλαξε | ||
γ' ενικ. | αποστάλαξε | θα αποσταλάξει | να αποσταλάξει | |||
α' πληθ. | αποσταλάξαμε | θα αποσταλάξουμε | να αποσταλάξουμε | |||
β' πληθ. | αποσταλάξατε | θα αποσταλάξετε | να αποσταλάξετε | αποσταλάξτε | ||
γ' πληθ. | αποστάλαξαν αποσταλάξαν(ε) |
θα αποσταλάξουν(ε) | να αποσταλάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσταλάξει | είχα αποσταλάξει | θα έχω αποσταλάξει | να έχω αποσταλάξει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσταλάξει | είχες αποσταλάξει | θα έχεις αποσταλάξει | να έχεις αποσταλάξει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσταλάξει | είχε αποσταλάξει | θα έχει αποσταλάξει | να έχει αποσταλάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσταλάξει | είχαμε αποσταλάξει | θα έχουμε αποσταλάξει | να έχουμε αποσταλάξει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσταλάξει | είχατε αποσταλάξει | θα έχετε αποσταλάξει | να έχετε αποσταλάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσταλάξει | είχαν αποσταλάξει | θα έχουν αποσταλάξει | να έχουν αποσταλάξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσταλάζω
|