αποστάλαγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποστάλαγμα < (ελληνιστική κοινή) ἀποστάλαγμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποστάλαγμα ουδέτερο
- ό,τι αποσταλάζει
- άλλες μορφές: στάλαγμα
- καταστάλαγμα
- (μεταφορικά) αποτέλεσμα, συμπέρασμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποστάλαγμα
|