αποσταλαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίααποσταλαγμένος μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποσταλάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποσταλάζω, σταλάζω και στάλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσταλαγμένος
|
αποσταλαγμένος μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποσταλάζω
|