αποστάξιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποστάξιμος < αποστάζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική distillable)
Επίθετο
επεξεργασίααποστάξιμος, -η, -ο
- που μπορεί να αποσταχθεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποστάξιμος