Δείτε επίσης: αποσταγμένος, αποσταγματικός, αποστακτικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποστάξιμος η αποστάξιμη το αποστάξιμο
      γενική του αποστάξιμου της αποστάξιμης του αποστάξιμου
    αιτιατική τον αποστάξιμο την αποστάξιμη το αποστάξιμο
     κλητική αποστάξιμε αποστάξιμη αποστάξιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποστάξιμοι οι αποστάξιμες τα αποστάξιμα
      γενική των αποστάξιμων των αποστάξιμων των αποστάξιμων
    αιτιατική τους αποστάξιμους τις αποστάξιμες τα αποστάξιμα
     κλητική αποστάξιμοι αποστάξιμες αποστάξιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποστάξιμος < αποστάζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική distillable)

  Επίθετο

επεξεργασία

αποστάξιμος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία