Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποστακτήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικές λέξεις
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αποστακτήρ
ας
οι
αποστακτήρ
ες
γενική
του
αποστακτήρ
α
των
αποστακτήρ
ων
αιτιατική
τον
αποστακτήρ
α
τους
αποστακτήρ
ες
κλητική
αποστακτήρ
α
αποστακτήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
αποστακτήρας
<
αποστάζω
+
-τήρας
(
μεταφραστικό δάνειο
από τη
γαλλική
distillateur
)
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
αποστακτήρας
αρσενικό
συσκευή
με την οποία γίνεται η
απόσταξη
Συνώνυμα
Επεξεργασία
άμβικας
(
αποστακτήριο
)
λαμπίκος
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αποστάζω
και
στάζω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
αποστακτήρας
αγγλικά
:
still
(en)
,
retort
(en)
,
alembic
(en)
γαλλικά
:
distillateur
(fr)