distillateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | distillateur | distillateurs |
θηλυκό | distillatrice | distillatrices |
Ουσιαστικό επεξεργασία
distillateur (fr)
- παραγωγός και πωλητής προϊόντων της απόσταξης· αποσταγματοποιός
- (ειδικότερα) παραγωγός κολόνιας και άλλων αρωμάτων