κολόνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κολόνια | οι | κολόνιες |
γενική | της | κολόνιας | — | |
αιτιατική | την | κολόνια | τις | κολόνιες |
κλητική | κολόνια | κολόνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολόνια < (άμεσο δάνειο) ιταλική colonia < γαλλική eau de Cologne (νερό από την Κολωνία) < Cologne < λατινική Colonia (Agrippina) < colonia (αποικία) < colonus < colo *quelō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, τριγυρίζω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακολόνια θηλυκό
- διάλυμα αρώματος σε υγρό, συνήθως σε οινόπνευμα, που χρησιμοποιείται στο σώμα