Δείτε επίσης: κολόνα, κολόνια, Κολωνός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κολωνία οι Κολωνίες
      γενική της Κολωνίας των Κολωνιών
    αιτιατική την Κολωνία τις Κολωνίες
     κλητική Κολωνία Κολωνίες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κολωνία < λατινική Colonia (Agrippina)[1] < colonia < colonus < colo < πρωτοϊταλική *quelō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, (τρι)γυρίζω)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κολωνία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Colōnia Claudia Āra Agrippīnēnsium