colonia
Ισπανικά (es) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
colonia | colonias |
Ουσιαστικό επεξεργασία
colonia (es) θηλυκό
- η αποικία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
colonia | colonie |
Ουσιαστικό επεξεργασία
colonia (it) θηλυκό
- η αποικία
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- colonia < colon(us) + -ia < colo < πρωτοϊταλική *quelō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, τριγυρίζω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈloː.ni.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
cŏlōnĭa θηλυκό
επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | colonia | coloniae |
γενική | coloniae | coloniārum |
δοτική | coloniae | coloniīs |
αιτιατική | coloniam | coloniās |
κλητική | colonia | coloniae |
αφαιρετική | coloniā | coloniīs |
Πηγές επεξεργασία
- colonia - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.