colonus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- colonus < colo < πρωτοϊταλική *quelō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, τριγυρίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈloː.nus/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcŏlōnus αρσενικό
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | colonus | colonī |
γενική | colonī | colonōrum |
δοτική | colonō | colonīs |
αιτιατική | colonum | colonōs |
κλητική | colone | colonī |
αφαιρετική | colonō | colonīs |