Ετυμολογία

επεξεργασία
colonie < λατινική colonia

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ.lɔ.ni/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
colonie colonies

colonie (fr) θηλυκό

  1. η αποικία
  2. η παροικία