Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παροικία οι παροικίες
      γενική της παροικίας των παροικιών
    αιτιατική την παροικία τις παροικίες
     κλητική παροικία παροικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παροικία < ελληνιστική κοινή παροικία < αρχαία ελληνική πάροικος < παρά + οἶκος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paɾiˈcia/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ροι‐κί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παροικία θηλυκό

  1. οι ομοεθνείς αλλοδαποί κάτοικοι μιας πόλης σε ξένη χώρα ως σύνολο
    ※  Στα μέλη της ελληνικής παροικίας της Νεαπόλεως περιλαμβάνονταν επιφανείς οικογένειες, όπως οι Παλαιολόγοι, Ράλληδες... (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, σελ. 244)
  2. ο τόπος ή η συνοικία που αυτοί συνήθως κατοικούν

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία