στακτή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στακτή | οι | στακτές |
γενική | της | στακτής | των | στακτών |
αιτιατική | τη | στακτή | τις | στακτές |
κλητική | στακτή | στακτές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στακτή < αρχαία ελληνική στακτή, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου στακτός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστακτή θηλυκό
- η αλισίβα
Μεταφράσεις
επεξεργασία στακτή
→ δείτε τη λέξη αλισίβα |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαστακτή
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στακτή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.