σταχτοδοχείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταχτοδοχείο < (καθαρεύουσα) στακτοδοχεῖον.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε στάχτ(η) + -ο- + δοχείο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sta.xto.ðoˈçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐χτο‐δο‐χεί‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταχτοδοχείο ουδέτερο
- μικρό σκεύος, συνήθως επιτραπέζιο, που χρησιμοποιείται για την απόρριψη στάχτης τσιγάρων ή πούρων αλλά και για την εναπόθεση και το σβήσιμο αυτών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σταχτοδοχείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας