↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταχτοδοχείο τα σταχτοδοχεία
      γενική του σταχτοδοχείου των σταχτοδοχείων
    αιτιατική το σταχτοδοχείο τα σταχτοδοχεία
     κλητική σταχτοδοχείο σταχτοδοχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα σταχτοδοχείο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταχτοδοχείο < (καθαρεύουσα) στακτοδοχεῖον.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε στάχτ(η) + -ο- + δοχείο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sta.xto.ðoˈçi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στα‐χτο‐δο‐χεί‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταχτοδοχείο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία