τασάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τασάκι | τα | τασάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τασάκι | τα | τασάκια |
κλητική | τασάκι | τασάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τασάκι < τάσι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίατασάκι ουδέτερο
- το σταχτοδοχείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία τασάκι
→ δείτε τη λέξη σταχτοδοχείο |