Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταχτωμένος η σταχτωμένη το σταχτωμένο
      γενική του σταχτωμένου της σταχτωμένης του σταχτωμένου
    αιτιατική τον σταχτωμένο τη σταχτωμένη το σταχτωμένο
     κλητική σταχτωμένε σταχτωμένη σταχτωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταχτωμένοι οι σταχτωμένες τα σταχτωμένα
      γενική των σταχτωμένων των σταχτωμένων των σταχτωμένων
    αιτιατική τους σταχτωμένους τις σταχτωμένες τα σταχτωμένα
     κλητική σταχτωμένοι σταχτωμένες σταχτωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταχτωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σταχτώνω

  Μετοχή επεξεργασία

σταχτωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία