Σταχτοπούτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Σταχτοπούτα < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Aschenputtel [1] < Asche (στάχτη) + Puddel (βρώμικο κορίτσι)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sta.xtoˈpu.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στα‐χτο‐πού‐τα
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σταχτοπούτα θηλυκό
- (παραμύθι) τίτλος παραμυθιού που αφηγείται τις περιπέτειες μιας κοπέλας που την κακομεταχειρίζεται η μητριά της
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Σταχτοπούτα
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Σταχτοπούτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας