στάχτωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στάχτωμα < σταχτώνω + -μα < μεσαιωνική ελληνική στακτόω[1] < αρχαία ελληνική στακτός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστάχτωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σταχτώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία στάχτωμα
|
Πηγές
επεξεργασία- στάχτωμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στακτόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)