set on fire
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαενεστώτας | set on fire |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets on fire |
αόριστος | set on fire |
παθητική μετοχή | set on fire |
ενεργητική μετοχή | setting on fire |
set on fire (en)
- (μεταβατικό) βάζω φωτιά στο κάτι, καίω
- ⮡ He set his clothes on fire.
- Έβαλε φωτιά στα ρούχα του.
- ⮡ he set the flag on fire
- έκαψε τη σημαία
- ⮡ He set his clothes on fire.