ενεστώτας burn down
γ΄ ενικό ενεστώτα burns down
αόριστος burned down, burnt down
παθητική μετοχή burned down, burnt down
ενεργητική μετοχή burning down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
burn down < → δείτε τις λέξεις burn και down

burn down (en)

  • αποτεφρώνω
    ⮡  The fire burnt down 50 houses.
    Η φωτιά αποτέφρωσε 50 σπίτια.