Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καψαλίζω < καψάλα + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

καψαλίζω (παθητική φωνή: καψαλίζομαι)

  • καίω κάτι ελαφρά, επιφανειακά
    καψάλισε το κοτόπουλο πριν το βράσεις, γιατί μπορεί να έχουν απομείνει τρίχες στο δέρμα του

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία