Ετυμολογία

επεξεργασία
καψαλίζω < καψάλα + -ίζω

καψαλίζω (παθητική φωνή: καψαλίζομαι)

  • καίω κάτι ελαφρά, επιφανειακά
    καψάλισε το κοτόπουλο πριν το βράσεις, γιατί μπορεί να έχουν απομείνει τρίχες στο δέρμα του

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία