καψάλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καψάλα | οι | καψάλες |
γενική | της | καψάλας | — | |
αιτιατική | την | καψάλα | τις | καψάλες |
κλητική | καψάλα | καψάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καψάλα θηλυκό
- μέρος που έχει καεί
- φρυγανισμένη (ή μισοκαμένη) φέτα ψωμιού
Συγγενικά επεξεργασία
- ακαψάλιστος
- καψαλίζω
- καψάλισμα
- καψαλισμένος
- → δείτε τη λέξη καίω
Μεταφράσεις επεξεργασία
καψάλα
|