Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καψάλισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καψάλισμα
τα
καψαλίσμα
τ
α
γενική
του
καψαλίσμα
τ
ος
των
καψαλισμά
τ
ων
αιτιατική
το
καψάλισμα
τα
καψαλίσμα
τ
α
κλητική
καψάλισμα
καψαλίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καψάλισμα
<
καψαλίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καψάλισμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
και το
αποτέλεσμα
του
καψαλίζω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
καψάλα
και
καίω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καψάλισμα
αγγλικά
:
singe
(en)