Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καψαλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καψαλισμέν
ος
η
καψαλισμέν
η
το
καψαλισμέν
ο
γενική
του
καψαλισμέν
ου
της
καψαλισμέν
ης
του
καψαλισμέν
ου
αιτιατική
τον
καψαλισμέν
ο
την
καψαλισμέν
η
το
καψαλισμέν
ο
κλητική
καψαλισμέν
ε
καψαλισμέν
η
καψαλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καψαλισμέν
οι
οι
καψαλισμέν
ες
τα
καψαλισμέν
α
γενική
των
καψαλισμέν
ων
των
καψαλισμέν
ων
των
καψαλισμέν
ων
αιτιατική
τους
καψαλισμέν
ους
τις
καψαλισμέν
ες
τα
καψαλισμέν
α
κλητική
καψαλισμέν
οι
καψαλισμέν
ες
καψαλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καψαλισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καψαλίζω
Μετοχή
επεξεργασία
καψαλισμένος, -η, -ο
που έχει
καψαλιστεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακαψάλιστος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
καψαλίζω
και
καίω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καψαλισμένος
γαλλικά
:
flambé
(fr)