↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισοκαμένος η μισοκαμένη το μισοκαμένο
      γενική του μισοκαμένου της μισοκαμένης του μισοκαμένου
    αιτιατική τον μισοκαμένο τη μισοκαμένη το μισοκαμένο
     κλητική μισοκαμένε μισοκαμένη μισοκαμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισοκαμένοι οι μισοκαμένες τα μισοκαμένα
      γενική των μισοκαμένων των μισοκαμένων των μισοκαμένων
    αιτιατική τους μισοκαμένους τις μισοκαμένες τα μισοκαμένα
     κλητική μισοκαμένοι μισοκαμένες μισοκαμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μισοκαμένος < μισο- (<μισός) + καμένος

μισοκαμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία