Καψάλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Καψάλι | τα | Καψάλια |
γενική | του | Καψαλιού | των | Καψαλιών |
αιτιατική | το | Καψάλι | τα | Καψάλια |
κλητική | Καψάλι | Καψάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚαψάλι < καψάλι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈpsa.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ψά‐λι
Σύνδεσμος
επεξεργασίαΚαψάλι ουδέτερο
- οικισμός των Κυθήρων
- ※ Μέχρι το πρώτο μισό του 16ου αιώνα στα Κύθηρα αναφέρονται τρία κάστρα, ο Άγιος Δημήτριος, το Καψάλι και ο Μυλοπόταμος. (Αναστασία Παπαδία-Λάλα, (επιμ. Κώστας Τσικνάκης) (2008), Ο Θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.), Αθήνα: Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, σελ. 261)