Δείτε επίσης: καψάλα, Καψάλι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καψάλι τα καψάλια
      γενική του καψαλιού των καψαλιών
    αιτιατική το καψάλι τα καψάλια
     κλητική καψάλι καψάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καψάλι < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈpsa.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ψά‐λι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καψάλι ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. καψάλα - Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά [Νέα έκδοση συμπληρωμένη από τα κατάλοιπα του συγγραφέα· πρόλογος: Αλκηστις Σουλογιάννη· εισαγωγή: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου] (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1989, ISBN 960-201-087-8), σ. 327.