↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρυγανισμένος η φρυγανισμένη το φρυγανισμένο
      γενική του φρυγανισμένου της φρυγανισμένης του φρυγανισμένου
    αιτιατική τον φρυγανισμένο τη φρυγανισμένη το φρυγανισμένο
     κλητική φρυγανισμένε φρυγανισμένη φρυγανισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρυγανισμένοι οι φρυγανισμένες τα φρυγανισμένα
      γενική των φρυγανισμένων των φρυγανισμένων των φρυγανισμένων
    αιτιατική τους φρυγανισμένους τις φρυγανισμένες τα φρυγανισμένα
     κλητική φρυγανισμένοι φρυγανισμένες φρυγανισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρυγανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φρυγανίζω

φρυγανισμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία