Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρυγανισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φρυγανισμέν
ος
η
φρυγανισμέν
η
το
φρυγανισμέν
ο
γενική
του
φρυγανισμέν
ου
της
φρυγανισμέν
ης
του
φρυγανισμέν
ου
αιτιατική
τον
φρυγανισμέν
ο
τη
φρυγανισμέν
η
το
φρυγανισμέν
ο
κλητική
φρυγανισμέν
ε
φρυγανισμέν
η
φρυγανισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φρυγανισμέν
οι
οι
φρυγανισμέν
ες
τα
φρυγανισμέν
α
γενική
των
φρυγανισμέν
ων
των
φρυγανισμέν
ων
των
φρυγανισμέν
ων
αιτιατική
τους
φρυγανισμέν
ους
τις
φρυγανισμέν
ες
τα
φρυγανισμέν
α
κλητική
φρυγανισμέν
οι
φρυγανισμέν
ες
φρυγανισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φρυγανισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
φρυγανίζω
Μετοχή
επεξεργασία
φρυγανισμένος, -η, -ο
(
κυρίως για
ψωμί
) που έχει
φρυγανιστεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
φρυγανίζω
και
φρύγανο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φρυγανισμένος
γαλλικά
:
rôti
(fr)