φρυγανισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φρυγανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φρυγανίζω
Μετοχή επεξεργασία
φρυγανισμένος, -η, -ο
- (κυρίως για ψωμί) που έχει φρυγανιστεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φρυγανισμένος
|