Ετυμολογία

επεξεργασία
φρυγανίζω < φρύγανο

φρυγανίζω

  1. ξεροψήνω
  2. ψήνω το ψωμί τόσο, ώστε να γίνει τραγανό


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρυγανίζω < λείπει η ετυμολογία

φρυγανίζω

  • μαζεύω προσανάμματα