roast
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαroast (en) (χωρίς παραθετικά)
- ψητός, καβουρντισμένος
- ⮡ Roast lamb is normal Easter food.
- Το ψητό αρνί είναι το τυπικό πασχαλινό φαγητό.
- ⮡ Roast lamb is normal Easter food.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
roast | roasts |
roast (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | roast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | roasts |
αόριστος | roasted |
παθητική μετοχή | roasted |
ενεργητική μετοχή | roasting |
roast (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ψήνω, ξεροψήνω, μαγειρεύω φαγητό, ειδικά κρέας, σε φούρνο ή σε φωτιά σε πολύ υψηλή θερμοκρασία
- ⮡ They roasted the ox whole without chopping it up.
- Ψήσανε το βόδι ολόκληρο χωρίς να το τεμαχίσουν.
- ⮡ I am roasting the chicken (until it’s) brown.
- Ξεροψήνω το κοτόπουλο.
- ⮡ They roasted the ox whole without chopping it up.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καβουρντίζω, ψήνω σπόρους δημητριακών, κόκκους καφέ κτλ.
- ⮡ a roasted coffee - καφές καβουρντισμένος
- ⮡ I’m roasting almonds.
- Καβουρντίζω τα μύγδαλα.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) σχολιάζω αρνητικά
- ⮡ She was roasted for her absence.
- Σχολιάστηκε δυσμενέστατα η απουσία της.
- ⮡ She was roasted for her absence.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο, αμερικανική σημασία) γελοιοποιώ, λέω χοντρά αστεία για κάποιον, αλλά με φιλικό τρόπο
- ⮡ a play which roasts the political leadership - θεατρικό έργο που γελοιοποιεί την πολιτική ηγεσία
- (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο) ψήνω, ξεροψήνω, καβουρντίζω, γίνομαι ή κάνω κάτι να γίνει πολύ ζεστό στον ήλιο ή στη φωτιά
- ⮡ We’re roasting in here!
- Ψηνόμαστε εδώ μέσα!
- ⮡ We roasted in the sun for so many hours.
- Ξεροψηθήκαμε τόσες ώρες στον ήλιο.
- ⮡ The sun roasted us.
- Μας καβούρντισε ο ήλιος.
- ⮡ We’re roasting in here!