roast
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαroast (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
roast | roasts |
roast (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | roast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | roasts |
αόριστος | roasted |
παθητική μετοχή | roasted |
ενεργητική μετοχή | roasting |
roast (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ψήνω, ξεροψήνω, μαγειρεύω φαγητό, ειδικά κρέας, σε φούρνο ή σε φωτιά σε πολύ υψηλή θερμοκρασία
- ↪ They roasted the ox whole without chopping it up.
- Ψήσανε το βόδι ολόκληρο χωρίς να το τεμαχίσουν.
- ↪ I am roasting the chicken (until it’s) brown.
- Ξεροψήνω το κοτόπουλο.
- ↪ They roasted the ox whole without chopping it up.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο) ψήνω, ξεροψήνω, γίνομαι ή κάνω κάτι να γίνει πολύ ζεστό στον ήλιο ή στη φωτιά
- ↪ We’re roasting in here!
- Ψηνόμαστε εδώ μέσα!
- ↪ We roasted in the sun for so many hours.
- Ξεροψηθήκαμε τόσες ώρες στον ήλιο.
- ↪ We’re roasting in here!
- φρυγανίζω, φρύγω
- καβουρντίζω
- τσιγαρίζω
- (μεταφορικά) σχολιάζω αρνητικά